ξεψειριάζω

ξεψειριάζω
μετ. , αμετ. избавлять(ся) от вшей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεψειριάζω" в других словарях:

  • ξεψειριάζω — ξεψειριάζω, ξεψείριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεψειριάζω — και ξεψειρίζω απαλλάσσω κάποιον ή απαλλάσσομαι ο ίδιος από τις ψείρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ψειριάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεψειριάζω — ξεψείριασα, μτβ. και αμτβ., απαλλάσσω κάποιον ή απαλλάσσομαι από τις ψείρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεψείριασμα — και ξεψείρισμα, το [ξεψειριάζω / ξεψειρίζω] απαλλαγή από τις ψείρες …   Dictionary of Greek

  • ψειρίζω — ψείρισα, ψειρισμένος 1. καθαρίζω κάποιον από τις ψείρες, τον ξεψειριάζω. 2. αποσπώ από κάποιον χρηματικά ποσά, κλέβω. 3. ελέγχω σχολαστικά: Τι το ψειρίζεις το κείμενο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»